συνακρατίζομαι

συνακρατίζομαι
Α
προγευματίζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀκρατίζομαι «προγευματίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνακρατίσασθαι — συνακρατίζομαι breakfast with aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”